κατασκηνώσει

κατασκηνώσει
κατασκήνωσις
encamping
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κατασκηνώσεϊ , κατασκήνωσις
encamping
fem dat sg (epic)
κατασκήνωσις
encamping
fem dat sg (attic ionic)
κατασκηνόω
take up one's quarters
aor subj act 3rd sg (epic)
κατασκηνόω
take up one's quarters
fut ind mid 2nd sg
κατασκηνόω
take up one's quarters
fut ind act 3rd sg
κατασκηνόω
take up one's quarters
aor subj act 3rd sg (epic)
κατασκηνόω
take up one's quarters
fut ind mid 2nd sg
κατασκηνόω
take up one's quarters
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακατασκήνωτος — η, ο (Α ἀκατασκήνωτος, ον) [κατασκηνῶ] όποιος δεν έχει κατασκηνώσει, δεν έχει εγκατασταθεί σε σκηνές αρχ. ο ακατάλληλος για κατασκήνωση «ἀκατασκήνωτος τόπος» (Ονήσανδρος Στρατ. 1, 8) …   Dictionary of Greek

  • κατασκήνωση — η (AM κατασκήνωσις [κατασκηνώ (III)] 1. το να έχει κάποιος κατασκηνώσει κάπου, η εγκατάσταση σε σκηνή 2. τόπος όπου τοποθετούνται σκηνές νεοελλ. φρ. «παιδικές κατασκηνώσεις» και «μαθητικές κατασκηνώσεις» εγκαταστάσεις σε εξοχικό χώρο, όπου… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • σκηνάρχης — ο, Ν 1. (αθλ.) αρχηγός σκηνής σε κατασκήνωση 2. στρ. αρχηγός ομάδας στρατιωτών που έχουν κατασκηνώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • Αβαρείμ ή Αβαρίμ — Οροσειρά της Παλαιστίνης ΝΑ της Νεκρής Θάλασσας, γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη. Στα όρη αυτά είχαν κατασκηνώσει οι Εβραίοι στη διάρκεια των περιπλανήσεών τους στις ερήμους, πριν φτάσουν στην Ιεριχώ (Αριθμ. 33, 47 48). Σε μια από τις κορυφές της… …   Dictionary of Greek

  • κατασκήνωση — η το να κατασκηνώνει ή να έχει κατασκηνώσει κανείς κάπου, ο τόπος όπου έχουν στηθεί οι σκηνές: Πηγαίναμε κάθε χρόνο κατασκήνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκηνωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που κατασκηνώνει ή που έχει κατασκηνώσει κάπου, ο εγκαταστημένος σε σκηνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”