ακατασκήνωτος — η, ο (Α ἀκατασκήνωτος, ον) [κατασκηνῶ] όποιος δεν έχει κατασκηνώσει, δεν έχει εγκατασταθεί σε σκηνές αρχ. ο ακατάλληλος για κατασκήνωση «ἀκατασκήνωτος τόπος» (Ονήσανδρος Στρατ. 1, 8) … Dictionary of Greek
κατασκήνωση — η (AM κατασκήνωσις [κατασκηνώ (III)] 1. το να έχει κάποιος κατασκηνώσει κάπου, η εγκατάσταση σε σκηνή 2. τόπος όπου τοποθετούνται σκηνές νεοελλ. φρ. «παιδικές κατασκηνώσεις» και «μαθητικές κατασκηνώσεις» εγκαταστάσεις σε εξοχικό χώρο, όπου… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
σκηνάρχης — ο, Ν 1. (αθλ.) αρχηγός σκηνής σε κατασκήνωση 2. στρ. αρχηγός ομάδας στρατιωτών που έχουν κατασκηνώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + άρχης*] … Dictionary of Greek
Αβαρείμ ή Αβαρίμ — Οροσειρά της Παλαιστίνης ΝΑ της Νεκρής Θάλασσας, γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη. Στα όρη αυτά είχαν κατασκηνώσει οι Εβραίοι στη διάρκεια των περιπλανήσεών τους στις ερήμους, πριν φτάσουν στην Ιεριχώ (Αριθμ. 33, 47 48). Σε μια από τις κορυφές της… … Dictionary of Greek
κατασκήνωση — η το να κατασκηνώνει ή να έχει κατασκηνώσει κανείς κάπου, ο τόπος όπου έχουν στηθεί οι σκηνές: Πηγαίναμε κάθε χρόνο κατασκήνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασκηνωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που κατασκηνώνει ή που έχει κατασκηνώσει κάπου, ο εγκαταστημένος σε σκηνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)